κρητιδικός

κρητιδικός
-ή, -ό γεωλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρητίδα* ή αυτός που αποτελείται από κρητίδα, από κιμωλία
2. φρ. «κρητιδική περίοδος» ή «κρητιδικό» — διάστημα τού γεωλογικού χρόνου που αποτελεί τη νεώτερη περίοδο τού μεσοζωικού ή δευτερογενούς αιώνα με διάρκεια 71 εκατομμύρια χρόνια, δηλ. από 136 ώς 65 εκατομμύρια χρόνια πριν από την εποχή μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cretace < λατ. cretaceous < λατ. creta < κρήτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δανιήλ Πετρούλια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεοκρητιδικός — ή, ό [κρητιδικός] γεωλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανώτερη κρητιδική διάπλαση …   Dictionary of Greek

  • Δίρφυς — Όρος (ψηλότερη κορυφή Δέλφι, 1.743 μ.) που εκτείνεται στο κεντρικό τμήμα της Εύβοιας, από την πεδιάδα της Κύμης έως την περιοχή της Κηρίνθου. Τα πετρώματά της είναι κυρίως ασβεστόλιθοι, μέσα στους οποίους υπάρχει και κρητιδικός σχιστόλιθος. Άλλες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”